Βαθιά πολιτικοποιημένος και συγκεκριμένα αριστερός από μικρό παιδί ήταν ο Κώστας Καζάκος, που έφυγε χθες από τη ζωή σε ηλικία 87 ετών.
Ήταν από μία φτωχική οικογένεια από τον Πύργο, με πατέρα στην εξορία.
Έτσι, ο Κώστας Καζάκος αναγκάστηκε να βγει στο μεροκάματο από μικρό παιδί.
Οι επιλογές του τον κυνηγούσαν, ακόμα και όταν ήθελε να μπει στο Πανεπιστήμιο του ζήτησαν πιστοποιητικό πολιτικών φρονημάτων, όπως ο ίδιος ο Κώστας Καζάκος είχε πει.
«Από τα παιδικά μου χρόνια στον Πύργο όλες μου οι επιρροές ήταν από τον χώρο της Αριστεράς. Στην κατοχή το σπίτι μας ήταν κέντρο διερχομένων. Ερχόντουσαν δέκα δέκα από το βουνό οι αντάρτες, κοιμόντουσαν σ’ εμάς και φεύγανε πάλι το πρωί», έλεγε ο Κώστας Καζάκος σε συνέντευξή του στο texnes-plus.
Τα γεγονότα που διαμόρφωσαν τον Κώστα Καζάκο
Μετά την απελευθέρωση, απολύθηκε ο πατέρας του λόγω πολιτικών φρονημάτων, μπήκε φυλακή για έναν χρόνο κάτω στον Πύργο και μετά τον έστειλαν εξορία στα νησιά μέχρι το 1952. Το 1948 αναγκάστηκε η οικογένεια του Κώστα Καζάκου να φύγει από τον Πύργο.
«Δεν μπορούσαμε να ζήσουμε εκεί κάτω λόγω του εμφυλιακού μίσους και ήρθαμε τέσσερα κουτσούβελα και η μάνα μου στην Αθήνα. Για την οικογένεια μου άρχισε η κατοχή μετά την απελευθέρωση. Το οποίο φυσικά ισχύει και για τη μισή Ελλάδα. Διωγμοί, φυλακίσεις, εξορίες… Εγώ από τα δεκατρία μου δούλευα μεροκάματο σε διάφορες δουλειές. Έχω φάει πολύ χαμαλίκι μέχρι να επιστρέψει από την εξορία ο πατέρας μου. Δούλευα όλη μέρα και πήγαινα το βράδυ σχολείο, στο νυχτερινό γυμνάσιο στο Παγκράτι. Εκεί φοιτούσαν συνήθως παπάδες και χωροφύλακες, γιατί παίρνοντας το απολυτήριο θα μπορούσαν να ανέβουν την ιεραρχία, να γίνει λοχίας ο ένας, ιερέας ο άλλος. Δεν ήταν σχολείο εκείνο το πράγμα, ήταν κάτι ανατριχιαστικό», είχε δηλώσει.
Όταν έκλεισε η πόρτα του Πανεπιστημίου για τον Κώστα Καζάκο
«Εγώ ήθελα να μπω στο Πανεπιστήμιο. Σκοτώθηκα να διαβάσω, να δώσω εξετάσεις, αλλά τελικά δεν μπόρεσα να μπω, γιατί χρειαζόταν τότε πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων. Πήγα να γραφτώ στη γραμματεία της σχολής και ήταν ένας τύπος εκεί που με κοίταγε κάνοντας κάτι νοήματα. «Το χαρτί» μου λέει. «Ποιο χαρτί;» του λέω. «Το χαρτί», μου λέει, «μην κάνεις ότι δεν καταλαβαίνεις!» Κι έτσι έκλεισε η πόρτα του πανεπιστημίου για εμένα.
Το 1952 επέστρεψε ο πατέρας μου από την εξορία και πήρα κι εγώ μια ανάσα από τις υποχρεώσεις της οικογένειας που είχα αναλάβει. Έκατσα έναν χρόνο να δω τι θα κάνω και το ’53 περνώντας τυχαία απέξω από τη Σχολή Κινηματογράφου του Σταυράκου είδα το όνομα του φίλου και συμμαθητή μου, του Χρήστου Δαχτυλίδη, στη λίστα των επιτυχόντων και αποφάσισα να πάω να δώσω κι εγώ εξετάσεις. Και με πήρανε».
«Μετά την Αποστασία και την παράδοση της εξουσίας από τον Παπανδρέου στον Βασιλιά, το αίσχος αυτό με το κωλόπαιδο εκείνο, ήταν βέβαιο ότι τις εκλογές του ’67 θα τις κέρδιζε η ΕΔΑ. Και φυσικά δεν έγιναν εκλογές. Δεν τις αφήσανε. Έγινε η Χούντα. Τι να σου πω τώρα… Ήταν γελοίοι. Δεν αισθανόσουν ότι κινδύνευες τόσο πολύ, γελάγαμε. Δεν είχαμε αίσθηση του κινδύνου. Μας τραβολογούσανε μέρα νύχτα, κόψτε αυτό, κατεβάστε την παράσταση, κάντε τούτο, κάντε το άλλο… Όχι μόνο στο «Μεγάλο μας τσίρκο», αλλά και πριν.
Όλο το θέατρο πάλευε να βρει έναν τρόπο να μιλήσει γι’ αυτό που συνέβαινε. Ανέβαζε ο Κουν αμερικάνικο έργο και έγραφε ότι είναι Ισπανού συγγραφέα για να του το εγκρίνουν λόγω Φράνκο. Εμείς ψαχνόμασταν τι να ανεβάσουμε. Πρώτα ανεβάσαμε το «Η κυρία δε με μέλλει», μια εκπληκτική κωμωδία. Και φτιάξαμε μία αυλαία στο θέατρο Διάνα, που τη ζωγράφισε ο σκηνογράφος Γιάννης Καρύδης γράφοντας πάνω της τη Διακήρυξη των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων της Γαλλικής Επανάστασης. Πώπω, τι γινόταν από κάτω! Το ‘πιάνε ο κόσμος αμέσως, πριν αρχίσει η παράσταση. Άρχισαν από την Ασφάλεια: «Να την κατεβάσετε!» «Μα για τη Γαλλική Επανάσταση λέει το έργο. Δεν είναι δικό μας» να απαντάμε εμείς. Δεν την βγάλαμε ποτέ την αυλαία.
Μετά ανεβάσαμε το «Ασπασία και Περικλής» του Καμπανέλλη. Δεν ήταν καλό έργο. Και ο ίδιος το ήξερε και δεν το έβαλε μετέπειτα στα άπαντα του. Το έγραψε στο γόνατο για να ακουστεί από τη σκηνή «Ο Επιτάφιος» του Ρίτσου. Εντάξει, την έκανε τη δουλειά του. Στο τέλος φτάσαμε στο «Μεγάλο μας τσίρκο». Είχε την ιδέα ο Καμπανέλλης. Από παλιά τον έτρωγε αυτός ο μύθος του Κρόνου που τρώει τα παιδιά του και μέσα από αυτόν ήθελε να μιλήσει για την Ελλάδα που τρώει τα παιδιά της. Σιγά σιγά γράφτηκε. Κράτησε ενάμιση χρόνο το ξενύχτι και το κουβεντολόι για να στηθεί όλο το έργο, ένα σπονδυλωτό κείμενο. Έγραφε πέντε κομμάτια ο Καμπανέλλης, μισό μας άφηνε η λογοκρισία. Ήταν εκεί μία επιτροπή λογοκρισίας, που αποτελούνταν από μία καθηγήτρια της Νομικής, έναν καθηγητή Φιλοσοφίας και έναν θεατρικό συγγραφέα της εποχής, τον Ιμπροχώρη, που έγραφε φαρσοκωμωδίες.
Με έπιανε αυτός και μου έλεγε: «Τι μαλακίες γράφει ο Καμπανέλλης! Έλα να σου δώσω εγώ ένα έργο μου να κάνετε επιτυχία!» «Ε, λέω τι να κάνουμε; Με τον Καμπανέλλη συνεργαζόμαστε…» Τα μπλέκαμε όσο μπορούσαμε, τα στέλναμε ανάποδα τα κείμενα για να μην καταλαβαίνουν. Όμως μυρίστηκαν ότι κάτι πάει να γίνει και ήρθαν στη γενική δοκιμή να δουν την παράσταση. Μάζεψα τον θίασο και αποφασίσαμε να παίξουμε την παράσταση με τέτοιο τρόπο που να μην καταλάβουν τίποτα. Κανονικά κράταγε τρεις ώρες η παράσταση. Στη γενικά την παίξαμε μέσα σε μία ώρα! Φυσέκι! Δεν καταλάβαινες Θεό! Μείνανε οι άνθρωποι, μας έλεγαν «Τι ηλιοθιότητες είναι αυτές! Θα καταστραφείτε!» «Ε, τι να κάνουμε; Αυτό μας έλαχε!» απαντούσαμε. Την άλλη μέρα κράτησε τεσσερισήμισι ώρες η παράσταση από τις επεμβάσεις του κόσμου!», είχε δηλώσει.