Η Μαργαρίτα η Μαργαρώ..
«Η Μαργαρίτα, η Μαργαρώ, περιστεράκι στον ουρανό»… γράφτηκε το 1959. Εκτοτε παρήλθαν έτη και η Μαργαρίτα μεγάλωσε. Στα 62 της πια, δίνει καθημερινή μάχη στα χαρακώματα του Facebook.
Με τη Μαργαρίτα γνωρίστηκα μέσω Facebook, όταν μου έστειλε γεμάτη παράπονο ένα μήνυμα, γιατί είχα γράψει ότι δεν προστατεύει το ρεπερτόριο του πατέρα της και αφήνει μέχρι και σκυλάδες να το βάζουν στο στόμα τους. Πιάσαμε την κουβέντα και μου εξήγησε πως κάνει τα στραβά μάτια, γιατί έχει μεγάλο πρόβλημα να συντηρεί τα σπίτια σε Αθήνα και Βραχάτι, τα αδέσποτα που έχει μαζέψει και, φυσικά, όλα τα νοσήλια του πατέρα της (95 ετών) και της μητέρας της (93 ετών). Μου έστειλε, μάλιστα, και αρκετές φωτογραφίες και των δύο καθηλωμένων στο κρεβάτι τους, με την παράκληση να μην τις δημοσιεύσω.
Τις έβαλα στο αρχείο μου. Εκτοτε τα λέμε πού και πού… Πρόσφατα ανήρτησε ένα post ζητώντας βοήθεια από τον κόσμο, γιατί της είχαν κόψει το ρεύμα, γιατί δεν είχε χρήματα να ταΐσει τα αδέσποτα, γιατί ακυρώθηκαν όλες οι συναυλίες με την Ορχήστρα «Μίκης Θεοδωράκης», που είναι η βασική πηγή των εσόδων της, γιατί η Μενδώνη αδιαφορεί κ.λπ. κ.λπ. Λύσσαξαν οι πάντες. «Μας κοροϊδεύει;», «Ζητιανεύει», «Τόσα λεφτά εισπράττει από τα δικαιώματα του Μίκη», «Κάνει κακή διαχείριση», «Ελεος»… κ.ά.
Η ίδια, από τη μια, ευχαρίστησε τον κόσμο που έστειλε τσουβάλια με τροφή για τα 57 αδέσποτά της -ενώ το κομμένο από τη ΔΕΗ ρεύμα στο σπίτι της στο Βραχάτι Κορινθίας, όπως ειπώθηκε, καλύφθηκε από χορηγία- και, από την άλλη, επειδή φρούμαξε με την όλη επίθεση που της έκαναν, ανήρτησε ένα μακροσκελέστατο post, όπου μεταξύ των άλλων λέει: «Με κάνατε ρεζίλι, θίγοντας την αξιοπρέπειά μου δημοσίως, με γελοιοποιήσατε, φτάσατε έως τον εξευτελισμό. Εκμηδενίσατε την αξιοπρέπειά μου μπροστά σε χιλιάδες κόσμο. Επιτιθέμενοι εναντίον μου, εξευτελίσατε τον πατέρα μου, κάνοντάς τον να αισθανθεί ντροπιασμένος και ταπεινωμένος. Με ρεζιλέψατε δημοσιεύοντας με δυσμενή σχόλια λεπτομέρειες της ιδιωτικής μου ζωής. Αισθάνομαι τόσο άσχημα που νομίζω πως κανείς δεν με εκτιμά. Τι ρεζιλίκια είναι αυτά!». Τελικά, άκρη δεν βγάλαμε. Για την άθλια οικονομική της κατάσταση φταίνε οι συνθήκες, άραγε, ή η ίδια;