Συνέντευξη στην εκπομπή «EQ» έδωσε ο Χάρης Βαφειάς για την οικογένειά του, την πορεία του στη ναυτιλία, αλλά και την παρουσία του στο «Dragons Den».
«Ήθελα να ξεκινήσω τη δική μου δουλειά στα 21 μου, οι συνθήκες ήταν τυχερές για μένα, το timing ήταν πολύ σωστό και έτσι έβαλα τα πρώτα λιθαράκια στην αυτονόμησή μου».
Όσον αφορά την παιδική του ηλικία ανέφερε: «Ήμουν ήσυχος και ντροπαλός ως παιδί. Καθόλου άτακτος στο σχολείο, ήμουν μέτριος προς καλός μαθητής. Δεν ήμουν πολύ κοινωνικός, είχα κάποιους φίλους. Μετά το πανεπιστήμιο ”ανοίχτηκα” και έγινα θαρραλέος. Δεν έπινα, δεν έκανα ναρκωτικά, δεν τσακωνόμουν, δεν είχα σοβαρά θέματα με την οικογένειά μου. Είχα μόνο ένα θέμα με τα μηχανοκίνητα που μερικές φορές γινόταν πρόβλημα. Δεν έτρεχα, αλλά είχα κρυφά μηχανή, τέτοια θέματα».
Και σε άλλο σημείο μίλησε για τις σπουδές του: «Δεν πέρασα καλά, παρόλο που είχα φίλους. Δεν μου άρεσε γενικά το Λονδίνο, ο καιρός και που σκοτείνιαζε από τις 4 το απόγευμα. Ήταν λίγο καταθλιπτικά. Είχα καλομάθει στο σπίτι μου, με τους γονείς μου, με το φαγητό μου, με το ένα και με το άλλο. Δεν τρελάθηκα, δεν πέρναγα καλά. Κάθισα τρία χρόνια για το Βachelor και ένα χρόνο για το Master. Με το που τελείωσα ήθελα να γυρίσω πίσω».
«Ο Έλληνας δεν έρχεται στα καράβια, θέλει να είναι στο σπίτι του και να παίρνει 1.500 ευρώ»
Και υπογράμμισε στην Έλενα Παπαβασιλείου: «Δεν υπάρχουν ελληνικά πληρώματα. Ο κόσμος δεν πάει στη θάλασσα παρότι το διαφημίζουμε. Αυτοί οι μισθοί δεν υπάρχουν πουθενά στην ξηρά και θυμίζω ότι ο φόρος είναι για τον εργοδότη, αλλά δεν πάνε. Όταν ο μέσος μισθός στην Ελλάδα είναι 1.500€ και εσύ δίνεις σε έναν καπετάνιο 14.000€ καθαρά τον μήνα, πες μου εσύ έναν λόγο για να μην πας να το κάνεις. Έχουν μείνει με την παλιά αντίληψη ότι τα πλοία είναι σαπιοκάραβα και ότι εξαφανίζονται από την οικογένειά τους για έξι μήνες. Δεν ισχύει αυτό. Είναι όλα καινούργια, έχουν τα πλοία τα τελευταία συστήματα επικοινωνίας. Είσαι σε λιμάνι κάθε μια εβδομάδα, έξι μήνες κάθεσαι και έξι μήνες δουλεύεις. Ο Έλληνας δεν θέλει να χαλάσει τη ζαχαρένια του, θέλει να είναι στο σπίτι του και να παίρνει τα 1.500 ευρώ. Να πίνει τον καφέ του κάθε απόγευμα, να του μαγειρεύει η μάνα του. Οκ, εγώ δεν έχω θέμα, αλλά μετά μην λέτε, γιατί δεν έχουμε Έλληνες ναυτικούς. Αφού δεν πάνε! Κάθε πλοίο θέλει 25 άτομα πλήρωμα και έχουμε σαν χώρα πεντέμισι χιλιάδες πλοία στόλο, σκέψου ότι έτσι θα μηδενιζόταν η ανεργία εντελώς».
Και πρόσθεσε: «Είχα μεγάλο πρόβλημα με τους ανταγωνιστές μου. Θέλανε να με βγάλουν από τη μέση, όχι να με σκοτώσουν, αλλά επαγγελματικά να με βγάλουν εκτός. Δεν τους άρεσε που ένα παιδάκι είχε μπει στα λημέρια τους. Στην αρχή δεν καταλάβαινα τι πρόβλημα υπάρχει. Τόσες εταιρίες, εγώ τους πείραξα; Καταλάβαινα ότι άλλοι ζηλεύανε, άλλοι δεν θέλανε όντως και με θεωρούσαν εύκολο στόχο επειδή πολύ ήμουν μικρός. Αυτό τελικά με σκληραγώγησε και με έμαθε να μη μασάω και να μη φοβάμαι. Σήμερα έφτασα να είμαι μεγαλύτερος σε μέγεθος από πολλούς. Οι ίδιοι που θέλανε να με λιώσουν, τώρα μου δίνουν και το χέρι και μου λένε και μπράβο. Έτσι είναι η ζωή, ήταν ένα καλό μάθημα επιβίωσης στα 22 μου».
«Δεν ήθελα να πάω στο Dragons’ Den, αλλά ο παμπόνηρος ο Τανιμανίδης με έπεισε, γιατί μου είπε ότι ήταν φιλανθρωπικό»
Για το «Dragons’ Den», είπε: «Δεν ήθελα να πάω, αλλά ο παμπόνηρος ο Σάκης Τανιμανίδης με έπεισε, γιατί μου είπε ότι ήταν φιλανθρωπικό. Τελικά είναι μια ψυχοθεραπεία για εμένα. Ξεχνούσα έτσι τα καθημερινά μου θέματα της δικής μου δουλειάς. Έβλεπα τόσο διαφορετικό κόσμο από διαφορετικές δουλειές που μου άρεσε. Τα γυρίσματα είναι πολύ κουραστικά, είναι 8 με 10 ώρες μέρα παρά μέρα. Δεν κοιτάω τόσο την ιδέα, αλλά τον άνθρωπο. Ήταν πολλά deals που έκανα με σχετικά μάπα προϊόν, αλλά είχα πολύ καλή χημεία με τον επιχειρηματία. Λαμβάνω πολλά μηνύματα στα social media και είμαι ο μόνος από όλους τους κριτές που απαντάω σε όλα, έναν προς έναν».
«Πιο πολύ μου μιλάει ο κόσμος από τα social μετά το Dragons Den. Νομίζω ότι είμαι ο μόνος από τους κριτές που απαντάω σε όλους έναν-έναν. Το εκτιμούν αυτό, μου το γράφουν και χαίρομαι, γιατί δεν μου αρέσει που οι άλλοι τους σνομπάρουν και δεν τους απαντάνε καθόλου. Εγώ τους δίνω και συμβουλές και, αν κάποιος τις ακολουθήσει και πετύχει, χαίρομαι σαν να έχει πετύχει ο γιος μου. Συνδέομαι πάρα πολύ μαζί τους. Σε μία ομιλία μου πρόσφατα σε μία σχολή, ο κοσμήτορας μου είπε ότι δεν είχε ξαναδεί τόση συμμετοχή. Ήρθαν 4-5 παιδιά και μου είπαν συγκεκριμένες ιδέες στο τέλος, τους συμβούλευσα πέντε πράγματα και τους είπα ότι, αν τα κάνουν και πετύχουν, να μου στείλουν μήνυμα κι εγώ θα χαρώ. Δεν το είπα έτσι, το εννοούσα. Εγώ δεν είχα κάποιον επιτυχημένο νέο να τον συμβουλευτώ. Είχα τον πατέρα μου αλλά σε πολλά δεν συμφωνούσαμε. Και αυτά τα παιδιά αντίστοιχα μπορεί να μη μιλάνε με τους γονείς μου και γι’ αυτό να απευθύνθηκαν σε μένα», σημειώνει ο Χάρης Βαφειάς, ενώ αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο να γράψει κάποια στιγμή ένα βιβλίο για τη ζωή του και τις συμβουλές του επιχειρείν.
Και αποκάλυψε: «Δεν μιλάω στο τηλέφωνο ποτέ, είναι όλα με email. Το καλό είναι ότι μπορώ να δουλεύω όπου και να είμαι. Προσπαθώ όταν είμαι σπίτι να ξεχνάω τη δουλειά. Στη γυναίκα μου δεν λέω τίποτα από τη δουλειά, δεν ξέρει. Γενικά δεν ζητάω συμβουλές, από μικρός ήμουν έτσι και για αυτό είχα κόντρα με τον πατέρα μου. Είναι λάθος, αλλά έμαθα να προχωράω μόνος μου. Σαν μπαμπάς είμαι πάνω από τα παιδιά μου. Προσέχω τι ώρα κοιμούνται, αν τρώνε υγιεινά, αλλά στο διάβασμα όχι τόσο. Δεν είμαι πολύ αυστηρός, αλλά δεν μπορούν να με τουμπάρουν εύκολα. Με τα παιδιά έγινα λιγότερο ριψοκίνδυνος σε όλα».
«Ακούω ροκ και ραπ μουσική και οτιδήποτε είναι hot αυτή τη στιγμή. Τα παιδιά μου δεν ακούνε ακόμα μουσική, αλλά δεν θα με πείραζε αν άκουγαν ένα τραγούδι που έχει μια βρισιά. Για μένα είναι πιο σημαντικό να μην καπνίσουν από το να ακούσουν ένα τραπ τραγούδι», κατέληξε.