Ο Σταμάτης Φασουλής ήταν καλεσμένος στο εορταστικό Πρωίαν σε είδον και μίλησε για τη ζωή και την καριέρα του στο θέατρο.
«Πάμε με τη γαλοπούλα στο στόμα να παίξουμε, είναι περίεργο για μας τους ηθοποιούς. Η πρώτη μέρα δεν είναι τόσο καλή, η δεύτερη είναι η καλύτερη μέρα του χρόνου. Για τους ηθοποιούς είναι λίγο ζόρικα αλλά προηγούνται και έπονται διακοπές» ανέφερε για τις γιορτινές μέρες.
Πώς θεσπίστηκε το βραβείο Χορν
«Το mainstream θέατρο έχει ανάγκη το μεταμοντέρνο γιατί δεν θα τολμούσαμε να κάνουμε πράγματα. Βλέπω θέατρο με νέους ανθρώπους λόγω του βραβείου Χορν. Φέτος θα δώσουμε μετά από δύο χρόνια εγκλεισμού. Ήταν δική μου ιδέα. Επειδή έδωσα στο θέατρο Διονύσια το όνομα Δημήτρης Χορν, συγκινήθηκε πολύ ο αδελφός του, Γιάννης και ήθελε να μας κάνει ένα δώρο και σκεφτήκαμε αυτό το δώρο να πηγαίνει κάθε χρόνο σε νέους ηθοποιούς που πηγαίνουν ακόμα και απλήρωτοι να κάνουν αυτό που ονειρεύονται. Είναι επαμοιβόμενο με ένα αρκετά σεβαστό σεζόν για να μπορεί να βγάλει τη σεζόν χωρίς παραχωρήσεις. Για μας είναι ακόμα μεγαλύτερη τιμή γιατί το δώσαμε σε ηθοποιούς που έκαναν τα πρώτα τους βήματα και είναι τώρα πρωταγωνιστές».
«Είναι η χειρότερη στιγμή της ζωής μου»
Ο ηθοποιός Τους αγαπώ τους ηθοποιούς, δεν ζω χωρίς αυτούς. Αν δεν τους αγαπάω δεν μπορώ να πάω στην πρόβα. Είμαι αναγκασμένος να τους αγαπήσω. Θα ταιριάξουμε και δια μέσου του ρόλου. Όσο γνωρίζεις τον άλλον και αρνητικά και θετικά αρχίζει να γίνεται άνθρωπος δικός σου. Τώρα με το Metoo δυσκολεύομαι γιατί θέλω να τους αγκαλιάζω τους ηθοποιούς. Στο Εθνικό πέρσι που έκανα τους Βρυκόλακες, δεν πρέπει να τους αγγίζεις, υπάρχει πρωτόκολλο. Ξέρω ότι υπάρχουν πάρα πολλοί που εκμεταλλεύονται τη θέση τους. Πρέπει να βρούμε την ισορροπία, μέχρι να ζυμωθεί το καινούργιο με το παλιό θα περάσουμε αυτή τη μεταβατική φάση».
Βλέποντας την εικόνα του στον Μολιέρο είπε: «Είναι η χειρότερη στιγμή της ζωής μου. Κάνουμε πρόβα, η παράσταση είναι από τις ωραιότερες που έχω ζήσει, ήμουν καλός στον ρόλο και είναι ο covid και δεν μπορούμε να την παίξουμε παρά μόνο μία μέρα και ζω τη χειρότερη στιγμή μου στην επαγγελματική και προσωπική μου ζωή. Μας παίρνει μόνο μία μηχανή. Δεν θέλω να το ξαναζήσω ποτέ, να υποκλίνεσαι σε ένα άδειο θέατρο» είπε χαρακτηριστικά.
«Βλέπω σχεδόν κάθε μέρα τη μητέρα μου στον ύπνο μου»
Βλέποντας το αφιερωματικό βίντεο που του έγινε είπε:
«Ζήλεψα, θα ήθελα να είμαι αυτός ο άνθρωπος! Κάνω μία “ζαβολιά”. Αυτά που έχω κάνει δεν τα βιώνω σαν επιτυχία για να μη βιώσω την αποτυχία. Η αποτυχία με επηρεάζει πάρα πολύ. Με νοιάζει ότι ο κόσμος σου γυρνάει την πλάτη, αυτό με σκοτώνει. Θέλω να έρθω με επαφή με τους ανθρώπους και να μου δείξουν ότι κάπως με αγαπάνε και με υπολογίζουν. Όταν σου γυρνάνε την πλάτη και παίζεις σε άδειο θέατρο, και αριστούργημα να νομίζεις ότι είσαι, κανέναν δεν αφορά. Έχει γίνει 5-6 φορές».
Μιλώντας για τη μητέρα του που τον καθόρισε και τον έσπρωξε στην υποκριτική είπε: «Υπάρχουν 10 πρόσωπα που χωρίς αυτά είμαι μισός. Νόμιζα ότι χωρίς τη μητέρα μου δεν μπορέσω να ζήσω και θα είμαι πάντα στεναχωρημένος. Με τα χρόνια βρέθηκε ένας τρόπος μέσα μου, τη βλέπω σχεδόν κάθε μέρα στον ύπνο μου, σαν να συνεχίζεται μια ζωή, βρήκε κάτι ο οργανισμός μου και την αντικατέστησε, έστω και με τη φαντασία του. Η φαντασία είναι η μισή ζωή μας γιατί όλοι φερόμαστε σαν να είμαστε κάποιοι άλλοι διότι οι άλλοι μας αρέσουν περισσότερο από μας. Μόνο αγάπη είχα για τη μητέρα μου» ανέφερε.
«Θα κάνουμε το καλοκαίρι επιθεώρηση»
Αυτό αποκάλυψε ο ηθοποιός για το είδος που τον καθιέρωσε.
«10-12 παιδιά που δεν τα γνώριζε ούτε η μάνα τους, πήγαν και άνοιξαν ένα θεατράκι στο Παγκάτι και έλεγε όλο το θέατρο ότι “αυτοί είναι τρελοί”. Ήμασταν όλοι του Εθνικού. Ήταν μάλλον βαρβάτη πρωτοπορία γιατί θέλαμε να ανασκευάσουμε όλη την ιδέα που είχαν για την επιθεώρηση.
Το 1919 έφτασε να ψηφιστεί νόμος για τις γυναίκες που έπαιζαν στην επιθεώρηση και έπρεπε να περάσουν από γιατρούς όπως οι “κοινές”».
Για την εποχή που μεσουρανούσε στην επιθεώρηση είπε:«Η πρώτη μας επιθεώρηση ήταν “Κι εσύ χτενίζεσαι”. Οι λέξεις ήταν επίτηδες τραβηγμένες γιατί μέχρι τότε ήταν όλα λίγο κολεμοντέ. Ενώ υπονοούσαν κάτι πολύ χυδαίο το έλεγαν κάπως συγκαλυμμένα.
Την παραμονή της πρεμιέρας έραβα την αυλαία γιατί τα κάναμε όλα και όπως το έκανα άκουσα τις ταξιθέτριες να λένε “άντε να δούμε θα αντέξει μια βδομάδας”. Μου ήρθε σκοτοδίνη. Μόλις σηκώθηκε η αυλαία και ήταν τίγκα στον κόσμο, πάθαμε όλοι σοκ, τα χάσαμε.
Είχαμε μια υποδοχή πολύ καλή. Πέρασε όλος ο πνευματικός κόσμος από την παράσταση. Σε μία παράστασή μας ήρθε ο Χατζιδάκις, ήταν στην πρώτη σειρά και μας πετάξανε έναν γερμά και έσκασε στην σκηνή και έφυγε το κουκούτσι και το έπιασε ο Μάνος και το φύλαξε στα χέρια για να μην γίνει τίποτα. Το έσωσε στον αέρα.
Τη δεύτερη χρονιά μας κάψανε, στην Γκόλφω μας βάλανε φωτιά. Μας πετάγανε αυγά οι ακραίοι δεξιοί.
Την εποχή της Χούντας, στείλαμε το έργο στη λογοκρισία και κόψανε όλα τα κείμενα του Μουρσελά, τα μισά του Σκούρτη και του Μποστ και αναγκαστήκαμε να γράψουμε εμείς τα κείμενα. Έρχονταν τρία άτομα, οι λογοκριτές, ένας κράταγε το βιβλίο, ένας έβλεπε μην κάνουμε τίποτα και ένας κρατούσε τον φακό και λέγαμε “ήρθε το Τρίο Κατάρα”».
«Έχω μετανιώσει για πράγματα που έχω πει για ανθρώπους στην επιθεώρηση, δεν τους το έχω πει γιατί “φύγανε”.
Τώρα σάτιρα υπάρχει στην τηλεόραση, στον Τύπο και περισσότερο στον ηλεκτρονικό, μας πήραν τη δουλειά. Αλλά μπορούμε να κάνουμε επιθεώρηση γιατί βασίζεται στους τύπους όπως το δουλάκι, ο στρατιώτης, ο μπεκρής, ο μάγκας, η πόρνη. Τώρα δεν υπάρχουν αλλά υπάρχουν influencers»