Καλεσμένος στην εκπομπή «Στούντιο 4» βρέθηκε ο Σταμάτης Γαρδέλης και έκανε μια αναδρομή στο παρελθόν και τους θυελλώδεις έρωτες που είχε βιώσει.
Ο ηθοποιός που ήταν ο ζεν πρεμιέ της δεκαετίας του ’80 παραδέχτηκε πώς είχε ερωτευτεί όλες τις συμπρωταγωνίστριές του.
Μεταξύ άλλων, διηγήθηκε και μία άκρως σοκαριστική ιστορία όταν μία γυναίκα λόγω ζήλειας αποπειράθηκε να τον σκοτώσει.
«Το να πούμε “μου την πέσανε”, “με κούφανες” ήταν ατάκες της εποχής. Η Ρένα Παγκράτη τα έλεγε από πιο παλιά! Ο Δαλιανίδης προσπαθούσε να πάρει από την προσωπικότητά μας και από την εποχή. Αυτό ήταν και το γνήσιο! Αποτύπωνε μια εποχή, σχολιάζοντάς την και ήταν κοντά μας.
Ο Πάνος Μιχαλόπουλος ήταν ο ωραίος της ταινίας και εγώ ο απροστάτευτος, ο μικρός που θα γινόταν ο ωραίος. Κάποιοι έρωτες στα περιοδικά ήταν τσιμπημένοι, κάποιοι στημένοι. Ο καθένας είναι πώς αισθάνεται και πώς λειτουργεί μέσα στο πλαίσιο της δουλειάς και παριστάνεις τον ερωτευμένο.
Εγώ είχα ερωτευτεί όλες τις συμπρωταγωνίστριές μου, οι περισσότερες το ήξεραν. Εγώ το εξέφραζα μέσα από τον ρόλο. Μέσα στον ρόλο και όταν μπαίναμε στην ψύχωση ενός χαρακτήρα, τις ερωτευόμουν. Είχα τον απόηχο, έπρεπε να κάνω αποσυμπίεση στο καμαρίνι. Για αυτό πλέον αποφεύγω τους ρόλους του ερωτιάρη».
«Η Αμερική δεν μου άρεσε καθόλου, ούτε ο ρυθμός της, ούτε η έπαρσή της! Ήμουν ερωτευμένος, ήθελα να επιβιώσω στην Αμερική, είχα νοικιάσει και ένα σπίτι. Χρήματα δεν είχα αλλά δούλευα και έπρεπε να δώσω το ενοίκιο, στο αυτοκίνητο, κάποια άλλα χρέη. Τελείωσε ο έρωτας γιατί ερωτεύτηκε άλλον η σύντροφός μου.
Έχω φάει χυλόπιτες στη ζωή μου! Γιατί θες να με πληγώνεις; Για να δυναμώνω την υπεροψία μου το κάνεις αυτό; Τελείωσε έτσι και τα μάζεψα και έφυγα. Νομίζω ότι έχω αφήσει και χρέος στην Αμερική».
«Με τρόμαζε η ρουτίνα, η συνήθεια, η δέσμευση. Μου αρέσει να είμαι μόνος μου, να κοιμάμαι μόνος μου, να αποφασίζω μόνος μου. Το θέμα είναι να είσαι μόνος σου αλλά όχι μοναχικά. Να ονειρεύεσαι και παράλληλα να κάνεις όνειρα. Ζηλεύω ναι! Όχι πολύ αλλά ζηλεύω αν ο άλλος της κάνει ένα κλικ στο μυαλό και γελάσει με ένα αστείο.
Και εμένα με έχουν ζηλέψει πολύ, μέχρι φόνο! Σταμάτησα το κάρφωμα από μαχαίρι. Το 1980 έγινε αυτό, με τρόμαξε. Αφού έγινε και πάλη, το βράδυ πίσω από τη βιβλιοθήκη στην Ακαδημίας, στον δρόμο. Είχε προηγηθεί μια απόπειρα αυτοκτονίας. Απομακρύνθηκα».
Ο ηθοποιός μεταξύ άλλων αναφέρθηκε και στις ατάκες του που έχουν αφήσει εποχή και χρησιμοποιούνται μέχρι και σήμερα ως συνθήματα.
«Είχα πει στη Ναταλία Γερμανού πώς παίζονταν τα πάντα τότε. Ότι έπαιρναν μέχρι και από τηλεφωνικό κατάλογο. Έκανα οντισιόν για τα “Τσακάλια”, 400 παιδιά. Με πήραν τηλέφωνο και μου είπαν ότι ήθελε να με δει ο Δαλιανίδης. Δεν το σκεφτόμουν τότε, δεν με ένοιαζε κιόλας. 20 χρονών ήμουν τότε, τι να με νοιάζει; Με φωνάζει ο Δαλιανίδης, περνάω στους 20 και μια ωραία πρωία μου είπε ότι παίρνω τον ρόλο. Δεν θυμάμαι ποιος άλλος ήταν μαζί μου».
«Βγαίνουν τα “Τσακάλια” και γίνεται χαμός. Η ταινία είναι μέρος μιας εποχής που ξεθεμελίωνεται μια προηγούμενη και μπαίναμε σε μια άλλη διάθεση, ήταν ΠΑΣΟΚ. Ήμασταν όλοι έξω, με ανεβασμένους μισθούς, δεν υπήρχε φόβος. Εγώ ήμουν 21 χρονών, τι να σκεφτώ; Ζούσα από τις ταινίες και τον απόηχο της δουλειάς μου και συνέχιζα μέχρι το πρωί. Δεν ήξερα ότι θα άλλαζε η ζωή μου. Γινόταν κλιμακωτά! Είναι λίγο καρμικά τα πράγματα. Μου έλεγε ένας φίλος μου και μου έλεγε “σχόλασε το σχολείο, πάμε από εκεί”. Του άρεσε να μοιράζει αυτόγραφα. Εμένα δεν μου ήταν και κάτι ιδιαίτερο. Δεν είναι η ζωή σου αυτή, δεν είσαι εσύ αυτός. Δεν ήμουν ποτέ μηχανόβιος, δεν έκανα ποτέ σούζες. Αλλά δεν μπορείς να απογοητεύσεις και τους μηχανόβιους που σε είχαν πρότυπο».
«Το πιο τρελό που συνέβη με θαυμαστές είναι να λένε “το χέρι αυτού, ποιανού είναι;”. Ο Δαλιανίδης ήταν αυστηρός και φωνακλάς αλλά του κάναμε και εμείς τη ζωή δύσκολη. Κάποιοι ξεχνούσαν τα λόγια τους, αυτοσχεδίαζαν. Αλλά ήταν τόσο γλυκός και διορατικός που σε οδηγούσε εκεί που ήθελε. Ήταν ο μύθος ο δικός μας τότε. Ένας μύθος που δεν τον φτάναμε ποτέ. Το ’60 ήταν πιο ισχυρά τα πράγματα. Είχα ακούσει από συναδέλφους που οι θαυμαστές λιποθυμούσαν. Εμένα ευτυχώς δεν μου σήκωσαν καμία μηχανή, μόνο ένα παπάκι. Λέγαμε και ένα σύνθημα τότε αλλά μην το πούμε γιατί είναι και πολιτικό. Τώρα έχω γίνει σύνθημα με το “Με θυμάσαι ρε μπιμπ;”. Δεν είναι τραγούδι αλλά μια ορμή που μπαίνω σε ένα μαγαζί με αλυσίδες. Και γράφουν “Από Σεπτέμβρη χειμώνα ρε μπιμπ; Ή πάλι εκλογές ρε μπιμπ;”».