H Λίνα Νικολακοπούλου έδωσε συνέντευξη και αναφέρθηκε στη γνωριμία της με τον Σταμάτη Κραουνάκη, την Τάνια Τσανακλίδου και την πορεία της στο τραγούδι.
Η κορυφαία Ελληνίδα στιχουργός βρέθηκε καλεσμένη στην εκπομπή «Στο Κέντρο» και αρχικά, μίλησε για τις σπουδές της στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.
«Χαιρόμουν που ήμουν στην Πάντειο, γιατί ήταν η πιο φρέσκια σχολή και επίσης, δεν ήξερες τι θα γίνεις. Αυτό με ενδιέφερε πάρα πολύ εμένα το να μην ξέρω τι θέλω να γίνω. Οπότε πήρα τα χαρτιά μου να πάω να κάνω την εγγραφή και στον όροφο που ήταν η γραμματεία ήταν και το αμφιθέατρο. Εγώ με το που πήρα τη σειρά μου ας πούμε να δώσω τα χαρτιά μου, άκουσα μια μελωδία στο πιάνο, αλλά μια μελωδία που δεν ήξερα. Δεν άκουσα μια μουσική που να την αναγνωρίζω, οπότε στάθηκα εκεί, έσπρωξα την πόρτα και στο βάθος της αίθουσας, ήταν ένα πιάνο και ένα σγουρομάλλικο αγόρι που έπαιζε μόνο του. Δεν ήταν άλλος μέσα. Έμεινα πέντε λεπτά και εκεί μου άρεσε αυτό που άκουγα», εξηγεί.
«Έκλεισα την πόρτα, πήγα στη γραμματεία, έδωσα τα χαρτιά μου και μετά κατέβηκα. Είχε ένα καφέ της σχολής, το κυλικείο, πήρα το καφεδάκι μου, να δω και πώς είναι η σχολή κλπ και μετά από λίγο, ακούω ένα τρανταχτό γέλιο. Περνάνε δύο αγόρια ας πούμε και ο ένας από τους δυο ήταν ο Κραουνάκης. Όταν απομακρύνθηκαν, ρώτησα τον άνθρωπο στο καφενείο “μήπως ξέρετε ποια είναι αυτά τα παιδιά που πέρασαν;” και μου λέει “τον ένα τον ξέρω. Είναι ο Κραουνάκης”. Αυτό ήταν», συμπλήρωσε για τη γνωριμία της με τον τραγουδοποιό. «Είμαι αναγκασμένη να πιστεύω στην τύχη. Η γνωριμία μας ήταν σαν σενάριο κι εγώ απλώς, έπαιζα τον ρόλο μου», είπε.
Όσο για το δημοφιλές τραγούδι της, με τίτλο «Μαμά γερνάω», η Λίνα Νικολακοπούλου εξήγησε πως δυσκολεύτηκε πολύ να το γράψει, μετά από προτροπή της Τάνιας Τσανακλίδου.
«Το έγραψα σε ηλικία 33 ετών και νιώθω ακόμα σαν να είμαι τόσο. Ήταν ένα αρκετά δύσκολο θέμα και παραμένει δύσκολο, αλλά με την προτροπή τότε της Τάνιας, το έκανα, γιατί είχε χάσει τη μητέρα της. Με βασάνισε πολύ το πώς θα καταπιαστώ με ένα τέτοιο θέμα», είπε.
«Επειδή πάντα είμαι μαχήτρια, όταν βάζω ένα στόχο, θέλω να ανεβάζω τον πήχη. Δεν το βιάστηκα, δηλαδή το άφηνα μέσα μου να ωριμάζει, αλλά πιστεύω αν με ρωτάτε ο άνθρωπος ξέρει πότε τελειώνει η νεότητα και αρχίζει η ενηλικίωση η ώριμη πια. Εγώ ένιωσα ότι βιολογικά ότι αφήνω πίσω τη νεότητα στα 28 με 30. Για μια γυναίκα το να περνάει ο χρόνος είναι διαφορετικό. Ο χρόνος που περνάει δεν με πονάει καθόλου, αρκεί να μην με πονάει το σώμα μου, γιατί το μόνο που προδίδει πραγματικά είναι το σώμα», δήλωσε κλείνοντας.