Η πρώτη µετεκλογική δηµοσκόπηση της GPO για τα «ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ» επιχειρεί να αποτυπώσει τους συσχετισµούς που διαµορφώνονται µετά τον εκλογικό «σεισµό» της 21ης Μαΐου, που ανέδειξε την πολιτική κυριαρχία της Νέας ∆ηµοκρατίας και την πρωτοφανή καθίζηση του ΣΥΡΙΖΑ.
Το πρώτο πράγµα που διερευνήθηκε ήταν η σταθερότητα της ψήφου των πολιτών στη δεύτερη κάλπη, το πόσο πιθανό είναι δηλαδή το εκλογικό σώµα να επαναλάβει τις επιλογές του εκ νέου στις εκλογές της 25ης Ιουνίου. Παρόλο, λοιπόν, που δεν έχουν συµπληρωθεί ούτε δύο εβδοµάδες, το 23,2% των συµµετεχόντων στην έρευνα δηλώνει ότι σκέφτεται να ψηφίσει διαφορετικά, µε τη µεγαλύτερη διάθεση µεταβλητότητας να ανιχνεύεται στους ψηφοφόρους του ΠΑΣΟΚ, σε ποσοστό 25%, και στους ψηφοφόρους του ΣΥΡΙΖΑ, σε 23,6%.
Μεγαλύτερη σταθερότητα εµφανίζουν οι ψηφοφόροι της Νέας ∆ηµοκρατίας, οι διαθέσεις όµως αυτές συνολικά δεν επιβεβαιώνονται, όπως θα δούµε στη συνέχεια στην πρόθεση ψήφου, που σε µεγάλο βαθµό αντικατοπτρίζει το πρόσφατο εκλογικό αποτέλεσµα. Αυτό που έχει διαµορφωθεί ως κυρίαρχη τάση είναι η αντίληψη της κοινής γνώµης σε ποσοστό 75,2% ότι η Νέα ∆ηµοκρατία θα καταφέρει να σχηµατίσει αυτοδύναµη κυβέρνηση, µια προοπτική την οποία επιθυµεί το 51,2% του συνόλου, ποσοστό που εκτείνεται πέραν της εκλογικής επιρροής της.
Η κυριαρχία της Νέας ∆ηµοκρατίας και η προοπτική επικράτησής της και στην επόµενη αναµέτρηση δεν µπορούν να αµφισβητηθούν, γεγονός που µοιραία µετατοπίζει τη συζήτηση στον ανταγωνισµό ανάµεσα στον ΣΥΡΙΖΑ και το ΠΑΣΟΚ για τη θέση της αξιωµατικής αντιπολίτευσης. Προσώρας, η κοινή γνώµη θεωρεί σε ποσοστό 70,2% ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα συνεχίσει να είναι το δεύτερο κόµµα, αν και ένα σηµαντικό ποσοστό, της τάξης του 42,2%, θα ήθελε να δει το ΠΑΣΟΚ να καταλαµβάνει τον ρόλο της αξιωµατικής αντιπολίτευσης. Η διαφοροποίηση αυτή προκαλείται κυρίως από τις επιλογές των ψηφοφόρων της Νέας ∆ηµοκρατίας, οι οποίοι, αν και πιστεύουν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ τελικά θα είναι δεύτερος, προτιµούν µε ποσοστό 61,3% το ΠΑΣΟΚ στη θέση αυτή.
Οι εντάσεις µεταξύ Νέας ∆ηµοκρατίας και ΣΥΡΙΖΑ, καθώς και το γεγονός ότι η ιστορική αντιπαλότητα της συντηρητικής παράταξης µε το ΠΑΣΟΚ έχει πλέον µια χρονική απόσταση εξηγούν σε κάποιον βαθµό την παραπάνω προτίµηση.
Μετά και τη δήλωση του κυρίου Τσίπρα ότι σκέφτηκε σοβαρά το ενδεχόμενο παραίτησής του από την αρχηγία του κόµµατος, επιχειρήσαµε να διερευνήσουµε τη συγκεκριμένη υπόθεση εργασίας, θέτοντας, ωστόσο, ως προϋπόθεση την επανάληψη του εκλογικού αποτελέσµατος και στην επόµενη αναµέτρηση. Στο ερώτηµα, λοιπόν, αν ο Αλέξης Τσίπρας θα πρέπει να παραιτηθεί στην περίπτωση που και το αποτέλεσµα του Ιουνίου είναι εξίσου κακό, αποκαλύπτονται ενδιαφέροντα ευρήµατα, σηµαντικότερο των οποίων είναι η σε βάθος σχέση του κ. Τσίπρα µε τους ψηφοφόρους του ΣΥΡΙΖΑ, οι οποίοι φαίνεται ότι δυσκολεύονται να φανταστούν το κόµµα τους χωρίς τον ίδιο ως αρχηγό.
Έτσι, λοιπόν, το 15,7% όσων ψήφισαν ΣΥΡΙΖΑ πριν από δύο εβδοµάδες και µόλις το 2% σε απόλυτο βαθµό θα ήθελε την παραίτηση του κ. Τσίπρα ακόµα και έπειτα από ένα δεύτερο καταδικαστικό αποτέλεσµα, γεγονός που µάλλον είναι δύσκολο να σκεφτεί κανείς ότι θα µπορούσε να συµβεί σε οποιοδήποτε άλλο κόµµα. Στον Αλ. Τσίπρα πιστώνεται η εξέλιξη του ΣΥΡΙΖΑ σε κόµµα εξουσίας, ο ίδιος περιβάλλεται µε εµπιστοσύνη από τους ψηφοφόρους ενόψει µιας κρίσιµης εκλογικής διαδικασίας, την ίδια στιγµή ωστόσο επαληθεύεται και η µετεξέλιξη του κόµµατος της ριζοσπαστικής Αριστεράς σε ένα καθαρά αρχηγικού τύπου κόµµα, µε µεγάλο βαθµό εξάρτησης από την ηγεσία του.
Τα κριτήρια της κάλπης
Οι απαντήσεις στις δύο ερωτήσεις που αφορούν τα κριτήρια της ψήφου και το σηµαντικότερο διακύβευµα των εκλογών της 25ης Ιουνίου επιβεβαιώνουν την επικράτηση του πολιτικού αφηγήµατος της Νέας ∆ηµοκρατίας, η οποία έχει καταφέρει να κυριαρχήσει στη δηµόσια συζήτηση και στην αντίληψη των πολιτών η προοπτική της σταθερότητας, που επιτυγχάνεται µόνο µε µια αυτοδύναµη κυβέρνηση.
Η οικονοµία, προνοµιακό πεδίο για την ίδια, συνεχίζει να βρίσκεται ψηλά στις προτεραιότητες των εκλογέων, ενώ η αντιπολιτευτική θέση για περιορισµό της κυριαρχίας της Νέας ∆ηµοκρατίας βρίσκει πρόσφορο έδαφος στο 25,3% του εκλογικού σώµατος.
Μια νέα παράµετρος που αναφέρεται από το 21,8% είναι η προοπτική εισόδου νέων κοµµάτων στη Βουλή, απότοκο των εκλογικών αποτελεσµάτων, ενώ η µάχη για τη δεύτερη θέση δεν φαίνεται τελικά να λειτουργεί ως κίνητρο για τους πολίτες.
Η πρώτη, λοιπόν, µετεκλογική πρόθεση ψήφου επιβεβαιώνει σε µεγάλο βαθµό τον συσχετισµό δυνάµεων που αποτυπώθηκε την 21η Μαΐου, µε τη Νέα ∆ηµοκρατία να διατηρεί την ισχυρή δυναµική της (20,4% µπροστά από τον ΣΥΡΙΖΑ) και ως καινούργιο στοιχείο την περαιτέρω ενίσχυση των δύο κοµµάτων-έκπληξη, των Πλεύση Ελευθερίας και «Νίκη», που φαίνεται να υπερβαίνουν σε αυτήν τη φάση το όριο του 3%, σε αντίθεση µε το ΜέΡΑ25, που σηµειώνει περαιτέρω υποχώρηση των ποσοστών του. Η σύνθεση της επόµενης Βουλής και ο αριθµός των κοµµάτων που θα τη συγκροτούν είναι κάτι που σίγουρα θα µας απασχολήσει έως τις 25 Ιουνίου.