ΟΙ ΚΟΡΥΦΑΙΟΙ ΤΗΣ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ
Φίοντορ Ντοστογιέφσκι
Εμίλ Ζολά
Ονορέ ντε Μπαλζάκ
Λέων Τολστόι
Γκι Ντε Μοπασάν
Λευκάδιος Χερν
& πολλοί ακόμα
Μη χάσετε το Σάββατο 10 Ιουνίου με την ΟΝ Time Σαββατοκύριακο:
ΚΝΟΥΤ ΧΑΜΣΟΥΝ
Η ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ ΤΟΥ ΣΑΒΑ
«Είναι µια Αιθιοπίνα δεκαεννιά χρόνων, λυγερή, εκθαµβωτικά όµορφη, βασίλισσα και γυναίκα στο ίδιο πρόσωπο… Σηκώνει το πέπλο από το πρόσωπό της και ρίχνει το βλέµµα της στον βασιλιά. Τα µαύρα µαλλιά της σκεπάζονται ολότελα από το ασηµοδιάφανο διάδηµα που φοράει. Φαίνεται σαν µια Ευρωπαία που ταξίδεψε στην Ανατολή και πήρε κάποια πνοή απ’ τον ήλιο της. Μόνο τα µάτια της έχουν το µαύρο χρώµα που προδίδουν την πατρίδα της, εκείνο το σκοτεινό και φλογερό ταυτόχρονα βλέµµα, που κάνει τον θεατή να ταξιδεύει µαζί τους. ∆εν µπορεί να ξεχάσει κανείς αυτά τα µάτια, θα τα θυµάται για πολύ καιρό και θα τα βλέπει µέσα στα όνειρά του…
Είναι το κυνήγι µιας χίµαιρας, µιας φαντασίωσης, ενός ανεκπλήρωτου έρωτα, όπου η µαταιοδοξία και το τυφλό πάθος οδηγούν πεισµατικά τον άνθρωπο σ’ ένα αέναο και εναγώνιο ταξίδι µε άγνωστο τέλος… Στον τελευταίο σταθµό περιµένουν η απογοήτευση, η συντριβή, καθώς η βασίλισσα ρίχνει το πέπλο της και αποκαλύπτει την πεζή πραγµατικότητα, διαλύοντας όνειρα, πόθους και ψευδαισθήσεις.
Η ΚΥΡΙΑ ΑΠΟ ΤΟ ΤΙΒΟΛΙ
Ο καιρός πέρασε, το παιδί γεννήθηκε, ο οικογενειακός γιατρός κατά περίεργη σύµπτωση είχε πάει τότε στην επαρχιακή πόλη και ενώ η νεαρή µητέρα κειτόταν ακόµα άρρωστη στο κρεβάτι, της ανήγγειλαν ότι το παιδί της είχε πεθάνει. Είχε γεννηθεί πεθαµένο; Όχι, έζησε µερικές µέρες.
Το ζήτηµα όµως ήταν πως το παιδί δεν είχε πεθάνει. Όλο αυτό το διάστηµα δεν ήθελαν ν’ αφήσουν τη µητέρα να δει το παιδί της· τέλος, τη µέρα της ταφής, της το έφεραν µέσα σ’ ένα φέρετρο.
«Μα τότε δεν ήταν νεκρό, σας λέω. Ζούσε, είχε αίµα στα µάγουλά του και κούνησε µερικές φορές τα δάχτυλα του αριστερού χεριού του». Παρά τον θρήνο της µητέρας, πήραν το παιδί και το έθαψαν. Ο οικογενειακός γιατρός και η µαµή φρόντισαν για όλα.
ΚΡΥΦΟΣ ΠΟΝΟΣ
Κάτι µ’ έσπρωχνε παρά τη θέλησή µου. Αισθανόµουν πως ήµουν δυσάρεστα συγκινηµένος και πέρασα µπροστά από το βαγόνι του. Μα ενώ προχωρούσα, σκέφτηκα ξαφνικά πως θα µπορούσε να πιστέψει ότι τον φοβόµουν. Επειδή ήµουν κατά πολλά χρόνια µεγαλύτερος, δεν ήθελα να υποχωρήσω µπροστά στον παράξενα ενδιαφέροντα αυτόν άνθρωπο. Γύρισα πίσω, παριστάνοντας ότι έψαχνα ακόµα θέση στον συρµό, και σταµάτησα αδιάφορα και σαν να ήταν τυχαίο µπροστά στο βαγόνι του. Άνοιξα την πόρτα κι ανέβηκα.
Το βαγόνι ήταν αδειανό. Εκτός από αυτόν δεν ήταν κανένας άλλος µέσα.
Αφού ανέβηκα, πέρασα από µπροστά του και εκείνος µάζεψε τα πόδια του, για να µου κάνει χώρο, ενώ ταυτόχρονα µε κοίταξε σαν να µη µε είχε δει καθόλου, αν και ήµουν βέβαιος ότι λίγο πριν µου είχε γνέψει.