Καλεσμένος στην εκπομπή «Στούντιο 4» βρέθηκε ο Γιάννης Λουκάκος και μίλησε για τα τηλεοπτικά παιχνίδια μαγειρικής αλλά και τα χρόνια στην Αμερική.
«Το νόημα είναι να είναι ευχαριστημένοι και να έχουν ωραίες εμπειρίες οι άνθρωποι που μας επισκέπτονται. Υπάρχει έλλειψη και δυσκολία στον τομέα αυτό αλλά για να βγάλεις ένα καλό αποτέλεσμα όπως ένα εστιατόριο, εξαρτάται από πολλούς ανθρώπους. Εάν δεν έχεις ένα σωστό τομέα εκπαίδευσης, είναι δύσκολο να πετύχεις αυτό που οραματίζεσαι. Έχουν βοηθήσει τα τηλεοπτικά προγράμματα αλλά έχουν κάνει και ζημιά. Έχει βοηθήσει γιατί έχει κάνει το awareness του κόσμου γενικότερα γύρω από την κουζίνα και ταυτόχρονα έχει υπάρξει μια εξέλιξη που έχει βοηθήσει και τις επιχειρήσεις αλλά και το κοινό. Από εκεί και πέρα υπάρχει και αυτό που λέμε φούσκα που βλέπουν τα τηλεοπτικά και θεωρούν ότι θα έρθει γρήγορα η επιτυχία. Μια κουζίνα έχει έναν σεφ και ανθρώπους από κάτω (20-30) και δεν θα πάρουν ποτέ προβολή. Δημιουργούνται λανθασμένες προσδοκίες που δεν έχουν το σωστό κίνητρο για να ακολουθήσουν το σωστό επάγγελμα».
«Είχα μια χομπίστικη διάθεση για τη μαγειρική και προσπαθούσα να κάνω πράγματα στο σπίτι. Ρωτούσα τη μητέρα μου να μου δείξει πράγματα, έβρισκε ζυμαράκια κολλημένα μετά από 6 μήνες. Ο πατέρας μου έφυγε μετανάστης στην Αμερική, είχε χτίσει τη ζωή του εκεί, γνώρισε τη μητέρα μου και έφυγαν μαζί. Δύο ετών επέστρεψαν οι γονείς μου! Ήταν οικογενειακή η μετάβαση στην Ελλάδα. Τα πρώτα χρόνια ο πατέρας μου έκανε άλλα πράγματα, έχτισε οικοδομές αλλά επειδή ήταν αεικίνητος κάποια στιγμή έκανε δουλειές με την εστίαση. Είχα μεγαλώσει με το κλίμα των αφηγήσεων και ταυτοχρόνως η αγάπη μου για το φαγητό ήταν άλλη και εξελισσόταν από την καθημερινότητα που με γοήτευαν οι γεύσεις και οι μυρωδιές. Το 1991 δεν υπήρχε όλο αυτό που υπάρχει τώρα γύρω από αυτό το αντικείμενο. Φάνταζε σαν μια τεχνική δουλειά και από και πέρα υπήρχε μια μεγάλη πλύση εγκεφάλου από το σχολείο να σπουδάσουμε. Είχα και μερικές ενστάσεις από τη μητέρα μου έχοντας δει πόσο σκληρά έχει δουλέψει ο πατέρας μου και αποφάσισα να κάνω κάτι πιο mainstream».